- κατεκλύειν
- κατά-ἐκλύωset freepres inf act (attic epic)κατεκλύ̱ειν , κατά-ἐκλύωset freepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεκλύω — (Α) εξασθενίζω κάποιον, καταστρέφω κάποιον εντελώς («διαπρεσβευόμενοι κατεκλύειν τὸν Ἀντίοχον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ λύω «διαλύω»] … Dictionary of Greek